κρατησίμαχος

Revision as of 08:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A conquering in the fight, Id.P.9.86.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτησίμᾰχος: -ον, νικῶν ἐν τῇ μάχῃ, Πινδ. Π. 9. 149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui l’emporte dans le combat.
Étymologie: κρατέω, μάχη.

English (Slater)

κρᾰτηςῐμᾰχος
   1 victorious in battle τέκε Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν (P. 9.86)

Greek Monolingual

κρατησίμαχος, ὁ (Α)
ο νικητής σε μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κρατησι- (< κρατῶ) + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. θρασύ-μαχος, πολύ-μαχος].

Greek Monotonic

κρᾰτησίμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που επικρατεί στη μάχη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτησίμᾰχος: (ῐ) побеждающий в бою (σθένος Pind.).