[Seite 206] ωτος, dasselbe, Arist. inc. 5, 6.
μονόχρως, -ων (Α)μονόχρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρως (< χρώς, χρωτός («χρώμα»), πρβλ. λευκό-χρως, πολύ-χρως].
μονόχρως: 2, gen. ωτος одноцветный Arst.