σαρκοφαγέω

Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A eat flesh, be carnivorous, Arist.HA628b33, PA662b1, al.    II c. acc., eat the flesh of, ἀνθρώπους D.S.1.89; σ. τὰς ζῴων σάρκας Id.5.39; σ. μέλη eat the flesh of my limbs, AP5.150 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 863] Fleisch fressen, Arist. H. A. 8, 2; μέλη, zerreißen, verwunden, Mel. 93 (V, 151), von der Mücke.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφᾰγέω: ἐσθίω σάρκας, εἶμαι σαρκοφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 42, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 14, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐσθίω τὰς σάρκας τινός, ἀνθρώπους Διόδ. 1. 89· σ. τὰς ζῴων σάρκας ὁ αὐτ. 5. 39· σ. μέλη, σπαράττω εἰς τεμάχια, κατακόπτω, Ἀνθ. Π. 5. 151.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
manger de la chair, être carnivore.
Étymologie: σαρκοφάγος.

Russian (Dvoretsky)

σαρκοφᾰγέω: 1) быть плотоядным, питаться мясом Arst.;
2) пожирать (τὰς ζῴων σάρκας Diod.).