μελισσουργία

Revision as of 08:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Att. μελιττ-, ἡ,

   A bee-keeping, Arist.Pol.1258b18, D.S.5.65 (pl.), Sch.Nic. Al.448.

German (Pape)

[Seite 124] ἡ, die Arbeit, Beschäftigung des Bienenzüchters; Arist. pol. 1, 7; D. Sic. 5, 65.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσουργία: Ἀττ. μελιττ-, ἡ, τὸ τρέφειν μελίσσας, τὸ ἔργον τοῦ μελισσουργοῦ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 2.

Greek Monolingual

η (Α μελισσουργία, αττ. τ. μελιττουργία) μελισσουργός
η ενασχόληση με τις μέλισσες, η τέχνη και το έργο του μελισσουργού, μελισσοκομία («καὶ μελιττουργίας καὶ τῶν ἄλλων ζῷων τῶν πλωτῶν ἢ πτηνῶν», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

μελισσουργία: атт. μελιττουργία ἡ пчеловодство Arst., Diod.