ζαμενέω

Revision as of 08:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A to put forth all one's fury, Hes.Th.928.

German (Pape)

[Seite 1136] (Kraft anstrengen, oder) sehr zürnen, Hes. Th. 928.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰμενέω: σφόδρα ὀργίζομαι ἢ ἐντείνω τὰς δυνάμεις μου, Ἡσ. Θ. 928.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être furieux.
Étymologie: ζαμενής.

Greek Monotonic

ζᾰμενέω: εξαπολύω όλη μου την ισχύ, εντείνω τις δυνάμεις μου ή είμαι παράφορα οργισμένος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ζᾰμενέω: бесноваться, неистовствовать, выходить из себя Hes.