συνοικτίζω

Revision as of 09:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A have compassion on, τινα X.Cyr.4.6.5.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικτίζω: λαμβάνω οἶκτον πρός τινα, ὁ πατὴρ αὐτοῦ συνῴκτισέ με Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

s’apitoyer sur, acc..
Étymologie: σύν, οἰκτίζω.

Greek Monolingual

A
νιώθω και εγώ οίκτο για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἰκτίζω «αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, οικτίρω» (< οἶκτος)].

Greek Monotonic

συνοικτίζω: μέλ. -σω, τρέφω οίκτο, συμπόνοια για κάποιον, συλλυπούμαι, τινά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνοικτίζω: иметь сострадание: σ. τινά Xen. сжалиться над кем-л.