συλλυπούμαι

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

συλλυποῦμαι, -έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ
τ. συλλυπῶ, -έω, Α
νεοελλ.
1. εκφράζω σε κάποιον τη λύπη μου για δυσάρεστο συμβάν που τον έπληξε, ιδίως εκφράζω τη συμμετοχή μου σε πένθος
2. εκφράζω σε κάποιον τη λύπη μου για κάτι το μεμπτό, για αξιοκατάκριτη ενέργειά του («σέ συλλυπούμαι για την αγνωμοσύνη σου»)
μσν.-αρχ.
αισθάνομαι θλίψη για τα παθήματα κάποιου, λυπάμαι μαζί με αυτόν (α. «συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν», ΚΔ
β. «τίς σοι συλλυπηθήσεται;», ΠΔ)
αρχ.
(το ενεργ.) συλλυπῶ
προκαλώ μαζί με άλλον λύπη σε έναν τρίτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λυποῦμαι].