Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οικτίρω

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

(ΑΜ οἰκτίρω και οἰκτείρω, Α και οἰκτειρῶ, -έω, αιολ. τ. οικτίρρω)
αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, λυπάμαι κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, συμπονώ («ἐμὲ δὲ οἰκτίρεις ἐπὶ τῆ πενίᾳ», Ξεν.)
νεοελλ.
περιφρονώ, καταφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἰκτίρω (< οικτίρ- < οἰκτρ- ) < οἰκτρός. Ο τ. οἰκτείρω (με -ει-) από ιωτακιστική σύγχυση τών ι και ει].