προενσείω

Revision as of 09:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A fling troops at before, τινὰς τῷ Κρατερῷ Plu.Eum. 6.

German (Pape)

[Seite 720] vorher hineinrütteln, -schütteln, -schlagen, Plut. Eumen. 6.

Greek (Liddell-Scott)

προενσείω: ἐνσείω πρότερον ἢ ἐνώπιον, πρὸς πολεμίους τινὶ Πλούτ. Εὐμέν. 6.

French (Bailly abrégé)

lancer auparavant contre, τινι.
Étymologie: πρό, ἐνσείω.

Greek Monolingual

Α
εκσφενδονίζω προηγουμένως κάτι εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐνσείω «εκσφενδονίζω»].

Greek Monotonic

προενσείω: μέλ. -σω, σείω, κινώ από πριν, τινά τινι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προενσείω: раньше наталкиваться, натыкаться (τινί Plut.).