αὐτομολία

Revision as of 09:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ἡ,

   A desertion, Th.7.13, etc.

German (Pape)

[Seite 399] ἡ, das Ueberlaufen, Thuc. 7, 13 u. Folgde. Auch im plur., Dion. Hal. 6, 51.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτομολία: ἡ, τὸ αὐτομολεῖν, Θουκ. 7. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désertion d’un transfuge.
Étymologie: αὐτόμολος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 deserción αὐτομολίας πρόφασις Th.7.13, cf. D.C.Epit.7.10.6, αὐτομολίας ἀνάγκη Charito 8.5.8, αὐτομολίᾳ χρήσασθαι desertar Philostr.Her.65.4.
2 en plu. brotes ref. a los árboles, Poll.7.146.

Greek Monolingual

η (AM αὐτομολία) αυτόμολος
1. η μετάβαση στρατιωτικού ή προσκολλημένου στον στρατό χωρίς έγγραφη άδεια ή διαταγή του ανωτέρου του στον εχθρό ή σε ένοπλους στασιαστές
2. η εγκατάλειψη μιας ιδεολογίας ή παράταξης και η προσχώρηση σε άλλη διαφορετική ή εντελώς αντίθετη.

Greek Monotonic

αὐτομολία: ἡ, λιποταξία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτομολία: ἡ тж. pl. переход на сторону противника Thuc., Plut.