εγκατάλειψη

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐγκατάλειψις)
1. απομάκρυνση από πρόσωπο ή πράγμα
2. παραμέληση
3. αδιαφορία
μσν.- νεοελλ.
«εγκατάλειψις σχήματος» — η αποβολή του ράσου από κληρικό ή μοναχό, πράξη που τιμωρείται σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο·