κελευθοπόρος

Revision as of 09:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ὁ,

   A wayfarer, AP7.337.

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Ep. ad. 664 (VII, 337).

Greek (Liddell-Scott)

κελευθοπόρος: ὁ, ὡς τὸ πεζολογικὸν ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 7. 337.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
voyageur.
Étymologie: κέλευθος, πορεύομαι.

Greek Monolingual

κελευθοπόρος, ὁ (Α)
επιγρ. οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + -πόρος (< πόρος «οδός, πέρασμα, θάλασσα»), πρβλ. αλι-πόρος, οδοι-πόρος.

Greek Monotonic

κελευθοπόρος: ὁ, οδοιπόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κελευθοπόρος: ὁ путник, странник Anth.