κοιλωπός

Revision as of 09:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

όν,

   A hollow to look at: hollow, ἀγμός E.IT263.

German (Pape)

[Seite 1467] hohläugig, übh. hohl; ἁρμός Eur. I. T. 263.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλωπός: -όν, (ὤψ) κοῖλος φαινόμενος· κοῖλος, Εὐρ. Ι. Τ. 263.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui apparaît creux, de forme creuse.
Étymologie: κοῖλος, ὤψ.

Greek Monolingual

κοιλωπός, -όν (Α)
1. αυτός που φαίνεται κοίλος
2. ο κοίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ωπός].

Greek Monotonic

κοιλωπός: -όν (ὤψ), βαθουλωτός στην όψη· κούφιος, κοίλος, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλωπός -όν [κοῖλος, ὤψ] hol:. κοιλωπὸς ἀγμός holle rots Eur. IT 263.