κύνα

Revision as of 10:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

French (Bailly abrégé)

v. κύων.

Greek Monolingual

κύνα, ἡ (Μ)
σκύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύνας, μεταπλ. τ. του κύων, κυνός, με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

κύνα: αιτ. του κύων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύνα acc. sing. van κύων.