δυσφιλής

Revision as of 10:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ές,

   A hateful, δάκος A.Ag.1232; γαμήλευμα Id.Ch.624; γέρων S.OC1258, etc.

German (Pape)

[Seite 690] ές, schlecht geliebt, d. i. gehaßt, verabscheut; Aesch. Ch. 615 u. öfter; θεοῖς 628; βία Eum. 54; πίνος Soph. O. C. 1260.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφῐλής: -ές, μισητός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1232, Χο. 624, Σοφ. Ο. Κ. 1258, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
odieux.
Étymologie: δυς-, φιλέω.

Spanish (DGE)

(δυσφῐλής) -ές
odioso, δάκος A.A.1232, λιμός A.A.1641, γαμήλευμα A.Ch.624, ἐκ δ' ὀμμάτων λείβουσι δυσφιλῆ λίβα sus ojos destilan un flujo odioso ref. la sangre, de las Harpías, A.Eu.54, πίνος S.OC 1258.

Greek Monolingual

δυσφιλής, -ές (Α)
μισητός.

Greek Monotonic

δυσφῐλής: -ές (φιλέω), μισητός, απεχθής, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσφῐλής: нелюбимый, ненавистный Aesch., Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσφιλής -ές [δυσ-, φιλέω] niet geliefd, hatelijk.