πρόδοσις

Revision as of 10:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A payment beforehand, money advanced, Lys.Fr.1.3(pl.); δωρεαὶ καὶ προδόσεις D.50.7,12.    2 προδόσει πίνειν to drink on credit, Hermipp.83.    II betrayal, treason, Pl.Lg.856e.

German (Pape)

[Seite 717] ἡ, 1) das Vorausbezahlen, Handgeld, welches angeworbene Soldaten, Matrosen bekamen, vgl. Dem. 50, 7. 12. – 2) = προδοσία, Verrath, Plat. Legg. IX, 856 e.

Greek (Liddell-Scott)

πρόδοσις: ἡ, πληρωμὴ ἐκ τῶν προτέρων, προπληρωμή, ἀρραβών, «καπάρο», Δημ. 1208. 16., 1210. 10· ― προδόσει πίνειν, ἐπὶ πιστώσει, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 7, ἔνθα ἴδε Meineke. II. προδοσία, Πλάτ. Νόμ. 856Ε.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 avance d’argent;
2 trahison.
Étymologie: προδίδωμι.

Greek Monolingual

-όσεως, ἡ, Α προδίδωμι
1. το πρόδομα («δωρειὰς καὶ προδόσεις δοὺς ἑκάστῳ αὐτῶν μεγάλας», Δημοσθ.)
2. η προδοσία («οἷς ἂν προδόσεως αἰτίαν ἐπιφέρων τις εἰς δικαστήριον ἄγη», Πλάτ.)
3. φρ. «προδόσει πίνειν» — πίνω με πίστωση.

Greek Monotonic

πρόδοσις: ἡ, πληρωμή εκ των προτέρων, προκαταβολή ή καταβολή χρημάτων, πρώιμα χρήματα, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόδοσις -εως, ἡ [προδίδωμι] verraad.