πρόδομα
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
-ατος, τό, that which is given in advance, prepayment, advance of money, PCair.Zen.269 (iii B.C.), Plb.29.8.8, 15.25.16(pl.), JHS11.122 (Ceramus), PTeb.42.15(ii B.C.), Hdn.Gr.2.935, Hsch. s.v. ἀρραβών.
German (Pape)
[Seite 717] τό, das Vorhergegebene, Hesych. v. ἀῤῥαβών.
Greek (Liddell-Scott)
πρόδομα: τό, τὸ πρότερον διδόμενον, ἀρραβών, Πολύβ. πρβλ. Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 29. 23, Χοιροβοσκ. 368.
Greek Monolingual
-όματος, τὸ, Α προδίδωμι
χρηματικό ποσό που δίνεται ως προκαταβολή, καπάρο («σπουδάζων περὶ τὸ πρόδομα μᾶλλον ἢ τὸν μισθόν», Πολ.).