σκίρτησις

Revision as of 10:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A bounding, leaping, Plu.Cleom.34, 2.1091d.    2 rioting, uproar, σκιρτήσεις ἐθνῶν ib. 341f.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, das Springen, Hüpfen, Tanzen, Plut. Cleom. 34 non posse 7; – ἐθνῶν, Aufstand, de Alex. fort. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

σκίρτησις: ἡ, πήδημα, τίναγμα, Πλουτ. Κλεομ. 34., 2. 1091C· -ταραχή, ἐπανάστασις, σκιρτήσεις ἐθνῶν ὁ αὐτ. 2. 340F. – Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰσχύς, δύναμις, καὶ τὰ ὅμοια» .

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de bondir;
2 fig. soulèvement, révolte.
Étymologie: σκιρτάω.

Greek Monotonic

σκίρτησις: ἡ, εκτίναξη, άλμα, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκίρτησις -εως, ἡ [σκιρτάω] het springen, dansen, huppelen.