κάλλυσμα

Revision as of 10:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sweeping, in pl., IG12(5).593A22 (Ceos), prob. in Thphr.Char.10.6, cf. Hsch. s.v. σάρματα.

German (Pape)

[Seite 1312] τό, das Ausgefegte, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλυσμα: τό, σάρωμα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σάρματα· μηδὲ τὰ καλύσματα φέρειν ἐπὶ τὰ σήματα Inscr. Gr. Ant. ἔκδ. Η. Roehl 1882.

Greek Monolingual

κάλλυσμα, τὸ (Α) καλλύνω
αυτό που αποβάλλεται μετά τον καθαρισμό, το σκουπίδι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλλυσμα -ατος, τό [καλλύνω] afval:. διφᾶν τὰ καλλύσματα het afval doorzoeken Thphr. Ch. 10.6.