σάρωμα

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρωμα Medium diacritics: σάρωμα Low diacritics: σάρωμα Capitals: ΣΑΡΩΜΑ
Transliteration A: sárōma Transliteration B: sarōma Transliteration C: saroma Beta Code: sa/rwma

English (LSJ)

[ᾰρ], ατος, τό, (σαρόω) sweepings, AB434, An.Ox.2.453, Suid.

German (Pape)

[Seite 864] τό, Kehricht, B. A. 434, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σάρωμα: τό, (σᾰρόω) «σκουπίδι», Α. Β. 434, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 453, Σουΐδ.

Greek Monolingual

το, ΝΑ [σαρῶ(-ώνω)]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαρώνω
νεοελλ.
1. σκούπα, σάρωθρο
2. κοινή ονομασία πολλών φυτών
αρχ.
σκουπίδι.