καταειμένος

Revision as of 10:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

η, ον, pf. part. Pass.,    1 of καταέννυμι, Od.13.351.    2 of καθίημι, hanging down over, A.R.1.939, 3.830.

Greek (Liddell-Scott)

καταειμένος: -η, -ον, μετοχ. παθ. πρκμ., 1) τοῦ καταέννυμι, Ὀδ. Ν. 351. 2) τοῦ καθίημι, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 830.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. de καταέννυμι.

English (Autenrieth)

see καταέννῦμι.

Greek Monotonic

καταειμένος: -η, -ον, Παθ. μτχ. του κατα-έννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταειμένος ptc. perf. pass. van καταέννυμι.