προσεπαιτιάομαι

Revision as of 10:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A accuse besides, Plu.CG6.

German (Pape)

[Seite 760] noch dazu beschuldigen, anklagen, Plut. C. Graech. 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπαιτιάομαι: ἀποθετ., κατηγορῶ προσέτι, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
accuser en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἐπαιτιάομαι.

Greek Monotonic

προσεπαιτιάομαι: αποθ., κατηγορώ επιπλέον, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-επαιτιάομαι bovendien beschuldigen.