συμβολέω

Revision as of 11:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

= συμβάλλομαι,

   A meet or fall in with, τινι A.Th.352 (lyr., cf. <s

German (Pape)

[Seite 979] wie συμβάλλω, zusammenwerfen, -bringen, auch intrans. begegnen, zusammentreffen, τινί, συμβολεῖ φέρων φέροντι Aesch. Spt. 334.

Greek (Liddell-Scott)

συμβολέω: ὡς τὸ συμβάλλομαι, συναντῶ, ξυμβολεῖ φέρων φέροντι Αἰσχύλ. Θήβ. 352 (πρβλ. σύμβολος), Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, 85.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. συμβολήσω, ao. συνεβόλησα, pf. inus.
se rencontrer avec.
Étymologie: συμβολή.

Greek Monotonic

συμβολέω: συναντώ ή απαντώ τυχαία κάποιον, τινί, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβολέω, Att. ook ξυμβολέω [συμβολή] tegenkomen, ontmoeten, met dat.