συμβολέω
English (LSJ)
= συμβάλλομαι,
A meet or fall in with, τινι A.Th.352 (lyr., cf. <s
German (Pape)
[Seite 979] wie συμβάλλω, zusammenwerfen, -bringen, auch intrans. begegnen, zusammentreffen, τινί, συμβολεῖ φέρων φέροντι Aesch. Spt. 334.
Greek (Liddell-Scott)
συμβολέω: ὡς τὸ συμβάλλομαι, συναντῶ, ξυμβολεῖ φέρων φέροντι Αἰσχύλ. Θήβ. 352 (πρβλ. σύμβολος), Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, 85.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. συμβολήσω, ao. συνεβόλησα, pf. inus.
se rencontrer avec.
Étymologie: συμβολή.
Greek Monotonic
συμβολέω: συναντώ ή απαντώ τυχαία κάποιον, τινί, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμβολέω, Att. ook ξυμβολέω [συμβολή] tegenkomen, ontmoeten, met dat.