σύμβολος
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
σύμβολον,
A meeting by chance (ξυμβολοῦσιν cj. Valckenaer for -οισιν), A.Supp.502.
II σύμβολος (sc. οἰωνός), ὁ = σύμβολον III.2, augury, omen, ἐνόδιοι σύμβολοι = omens seen on the way, portending good or ill success Id.Pr.487; ξ. ὄρνις Ar.Av.721 (anap.), cf. S.Fr.148, X.Ap.13, Marin.Procl.10; dub. sens. in A. in PSI11.1210.4, IG42(1).123.34 (Epid., iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 980] zusammentreffend, begegnend; καὶ συμβόλοισιν οὐ πολυστομεῖν χρεών, Aesch. Suppl. 497; Verkehr u Umgang habend, in Verbindung stehend, τινί, mit Einem. Nach Hesych. brauchte Soph. frg. 161 συμβόλους μαντείας für τὰς διὰ τῆς φήμης γινομένας, aus zufälligen Stimmen; Aesch. Prom. 485 sagt von Vogelzeichen ἐνοδίους τε συμβόλους γαμψωνύχων τε πτῆσιν οἰωνῶν; vgl. Xen. Apol. 13, wo vrbdn ist οἰωνούς τε καὶ φήμας καὶ συμβόλους τε καὶ μάντεις, u. oben σύμβολον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se rencontre avec ; ὁ σύμβολος présage.
Étymologie: συμβάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμβολος -ον, Att. ook ξύμβολος [συμβάλλω] wie je tegenkomt of ontmoet. Aeschl. Suppl. 502. subst. ὁ σύμβολος voorteken (afgeleid uit wat om mensen heen gebeurt):. ἐνοδίους... συμβόλους διώρισ’(α) ik heb voortekens die op ons pad komen geduid Aeschl. PV 487.
Russian (Dvoretsky)
σύμβολος:
Iпопавшийся навстречу, встречный
II ὁ примета, знамение (οἰωνῶν Aesch.).Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
σύμβολος: -ον, (συμβάλλω) ὁ κατὰ τύχην συναντῶν, (ἀλλ’ ὁ Valck. διώρθωσε ξυμβολοῦσιν, ἀντὶ -οισιν), Αἰσχύλ. Ἱκ. 502. ΙΙ. σύμβολος (ἐξυπακ. οἰωνός), ὁ, = σύμβολον, Ι. 1, σημεῖον, οἰωνός, Αἰσχύλ. Πρ. 487, Ξεν. Ἀπολογ. 13, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 161, Ἀριστοφ. Ὄρν. 721.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
το αρσ. ως ουσ. ὁ σύμβολος
σημάδι, οιωνός (α. «φασὶ γάρ... κατά τινα σύμβολον ἐκεῖ καταπαῦσαι τὸν πόλεμον», Μάρκ. Διάκ.
β. «ἐνοδίους συμβόλους γαμψωνύχων οἰωνῶν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αυτός τον οποίο συναντά κανείς τυχαία («καὶ συμβόλοισιν οὐ πολυστομεῖν χρεών», Αισχύλ)
2. αυτός που εικάζεται από τυχαίες φωνές
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύμβολον
βλ. σύμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. παρά-βολος].
Greek Monotonic
σύμβολος: ὁ, = σύμβολον·
I. 1. οιωνός, προφητικό σημάδι, σε Αισχύλ., Ξεν.