συγγονή

Revision as of 11:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ἡ,= σύστασις, Democr.137.

Greek (Liddell-Scott)

συγγονή: ἡ, = σύστασις, Δημόκρ. παρ’ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γονή «γόνος, γέννηση, μονάδα» (< γίγνομαι)].

Greek Monolingual

ἡ, Α
σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γονή «γόνος, γέννηση, μονάδα» (< γίγνομαι)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγονή -ῆς, ἡ [συγγίγνομαι] (natuurlijke) samenstelling. Democr. B 137.