συγγονή

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγονή Medium diacritics: συγγονή Low diacritics: συγγονή Capitals: ΣΥΓΓΟΝΗ
Transliteration A: syngonḗ Transliteration B: syngonē Transliteration C: syggoni Beta Code: suggonh/

English (LSJ)

ἡ, = σύστασις, Democr.137.

Greek (Liddell-Scott)

συγγονή: ἡ, = σύστασις, Δημόκρ. παρ’ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γονή «γόνος, γέννηση, μονάδα» (< γίγνομαι)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγονή -ῆς, ἡ [συγγίγνομαι] (natuurlijke) samenstelling. Democr. B 137.