δημίζω

Revision as of 11:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A pose as 'friend of the people', Ar.V.699.

German (Pape)

[Seite 562] es mit dem Volke halten, auch = es betrügen, Ar. Vesp. 699.

Greek (Liddell-Scott)

δημίζω: προσποιοῦμαι τὸν δημοτικόν, ἀπατῶ τὸν δῆμον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 699.

French (Bailly abrégé)

chercher à se rendre populaire.
Étymologie: δῆμος.

Spanish (DGE)

hacerse pasar por amigo del pueblo ὑπὸ τῶν ἀεὶ δημιζόντων οὐκ οἶδ' ὅπῃ ἐγκεκύκλησαι no sé de qué manera estás cercado por los ‘amigos del pueblo’ de turno Ar.V.699.

Greek Monolingual

δημίζω (Α) δήμος
επιδεικνύομαι ως φίλος του δήμου, του λαού.

Greek Monotonic

δημίζω: μέλ. -σω (δῆμος), λαϊκίζω, προσποιούμαι λαϊκότητα, εξαπατώ το λαό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δημίζω: подлаживаться или льстить народу Arph.