λαϊκότητα

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

η
1. το γνώρισμα του λαϊκού, το να είναι κάτι λαϊκό
2. απλότητα στους τρόπους και στο ντύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαϊκός. Η λ., στον λόγιο τ. λαϊκότης, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Νικ. Κοντοπούλου].