δεικτός

Revision as of 11:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of proof, Arist. AP0.76b27.    2 perceptible, Phlp.in Cat.88.21.

Greek (Liddell-Scott)

δεικτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ, ἐπιδεικτικὸς ἀποδείξεως, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 10, 7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 comprobable, demostrable Arist.APo.76b27, Gal.8.678.
2 perceptible Dam.in Prm.439, Phlp.in Cat.88.21.

Greek Monolingual

δεικτός, -ή, -όν (Α) δείκνυμι
1. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί, που επιδέχεται απόδειξη
2. κατανοητός, αντιληπτός.

Russian (Dvoretsky)

δεικτός: могущий быть доказанным, доказуемый Arst.