απρομήθητος

Revision as of 12:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Greek Monolingual

ἀπρομήθητος, -ον (Α) προμηθούμαι απρόβλεπτος, απρόοπτος.

Russian (Dvoretsky)

απρομήθητος: непредвиденный, неожиданный (ἄελπτος κἀπρομήθητος Aesch.).