ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
-έομαι, και μτγν
τ. προμηθῶ, -έω, Α προμηθής
1. φροντίζω, προνοώ για κάποιον ή για κάτι εκ τών προτέρων («προμηθεόμενος σέο μὴ πλήξω», Ηρόδ.)
2. (με αιτ.) δείχνω εκτίμηση ή σεβασμό σε κάποιον.