ἐξαναφανδόν

Revision as of 12:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Adv.

   A openly, ἐρέω δέ τοι ἐ. Od.20.48.

German (Pape)

[Seite 868] ganz offenbar, Od. 20, 48.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναφανδόν: ἐπίρρ. = ἀναφανδόν, «ὁλοφάνερα», ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδὸν Ὀδ. Υ. 48.

French (Bailly abrégé)

adv.
au grand jour, ouvertement.
Étymologie: ἐξαναφαίνω, -δον.

English (Autenrieth)

quite openly, Od. 20.48†.

Spanish (DGE)

adv. abiertamente, a las claras ἐρέω δέ τοι ἐ. Od.20.48.

Greek Monolingual

ἐξαναφανδόν (Α) εξαναφαίνω
επίρρ. ολοφάνερα, εντελώς φανεράἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδόν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐξαναφανδόν: επίρρ., ολοφάνερα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναφανδόν: ἐξαναφαίνω adv. совершенно открыто, ясно, напрямик (ἐρέω δέ τοι Hom.).