θέλεος

Revision as of 12:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A willing, θ. ἀθέλεος, Lat. nolens volens, A.Supp.862 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1192] freiwillig, nur Aesch. Suppl. 842, neben ἀθέλεος.

Greek (Liddell-Scott)

θέλεος: -ον, θέλων, πρόθυμος, θ. ἀθέλεος, Λατ. nolens volens, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 862.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de bon vouloir : θέλεος ἀθέλεος ESCHL bon gré, mal gré.
Étymologie: θέλω.

Greek Monolingual

θέλεος, -ον (Α)
αυτός που θέλει, εκών, πρόθυμοςθέλεος ἀθέλεος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς < εθέλω, η διαδικασία παραγωγής όμως δέν είναι σαφής. Ίσως αναλογικά προς τα επίθ. σε -εος].

Russian (Dvoretsky)

θέλεος: добровольный: θ. ἀθέλεος Aesch. волей-неволей.