Σεμίραμις
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
Sémiramis, reine d’Assyrie, épouse de Ninos.
Étymologie:.
Greek Monolingual
-άμιδος, η, ΝΑ
(στην αρχαιότητα) βασίλισσα της Ασσυρίας, στα τέλη του 9ου π.Χ. αιώνα, η οποία υπήρξε μεγάλη ηγετική φυσιογνωμία της εποχής της και αργότερα έγινε ηρωίδα θρύλων
νεοελλ.
(ως τίτλος) Σεμίραμις
μουσ. δίπρακτη όπερα του Ροσίνι σε λιμπρέτο του Βολταίρου.
Russian (Dvoretsky)
Σεμίρᾰμις: εως, ион. ιος (μῑ) ἡ Семирамида (супруга царя Нина, царица Ассирии) Her., Theocr. etc.