ἐπισύλληψις

Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A second conception, Placit.5.10.3, Orib.22.7.2.

German (Pape)

[Seite 986] ἡ, die spätere, zweite Empfängniß, Schwangerwerden, Plut. plac. phil. 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισύλληψις: -εως, ἡ, δευτέρα σύλληψις, Λατ. superfoetatio, Πλούτ. 2. 906C, D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de concevoir durant une grossesse, superfétation.
Étymologie: ἐπισυλλαμβάνω.

Greek Monolingual

ἐπισύλληψις, ἡ (Α)
η σύλληψη νέου εμβρύου από γυναίκα που είναι ήδη έγκυος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισύλληψις: εως ἡ эписиллепс, суперфетация, вторичное зачатие (после зачатия и до рождения первого плода) Arst., Plut.