πολυκήτης

Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ες,

   A full of monsters, Νεῖλος Theoc.17.98.

German (Pape)

[Seite 664] ες, mit vielen Seeungeheuern, großen Seefischen, Theocr. 17, 98.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκήτης: -ες, πλήρης κητῶν, τεράτων, Νεῖλος Θεόκρ. 17. 98.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
abondant en poissons monstrueux.
Étymologie: πολύς, κῆτος.

Greek Monolingual

-ύκητες, Α
(ποιητ. τ.) (για λίμνη, ποταμό, θάλασσα) αυτός που έχει πολλά κήτη («πολυκήτεα Νεῑλον ἐπεμβάς... ἐστάσατο κώμαις», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κήτης (< κῆτος, τὸ), πρβλ. μεγα-κήτης].

Greek Monotonic

πολῠκήτης: -ες (κῆτος), γεμάτος από τέρατα, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκήτης -ες [πολύς, κῆτος] vol monsters.

Russian (Dvoretsky)

πολυκήτης: изобилующий речными чудовищами (Νεῖλος Theocr.).