ὑψοῦ

Revision as of 14:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

Adv., (ὕψος)

   A high, νῆα . . ἔρυσσαν ὑ. ἐπὶ ψαμάθοις Il.1.486; ὑ. δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὅρμισαν [νῆα] out from the beach, Od.4.785, 8.55; τῆς πόλιος . . ἐκκεχωσμένης ὑ. having the soil raised to a great height, Hdt.2.138; ὑ. πατεῖν Pi.O.1.115, cf. P.10.70, B.5.18; ὑ. κρέμασθαι Hermipp.55 (anap.); ὑ. φέρεσθαι Anaxil.22.30.    II metaph., ἐξάρας με ὑ. having praised me highly, Hdt.9.79; ὑ. αἴρειν θυμόν S.OT914. Cf. ὑψόσε.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψοῦ: Ἐπίρρ., (ὕψος) ὑψηλά, ἐν ὕψει, ἄνω, νῆα μέν… ἐπ’ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις Ἰλ. Α. 486, Ὀδ. Δ. 785, κ. ἀλλ. (ἴδε ἐν λέξ. νότιος)· τῆς πόλιος… ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ, τοῦ ἐδάφους ὑψωθέντος εἰς μέγα ὕψος, Ἡρόδ. 2. 138· ὑψοῦ πατεῖν Πινδ. Ο. 1. 184, πρβλ. Π. 10. 109· Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Ἕρμιπ. ἐν «Στρατιώταις» 3· «οἱ δὲ ἐρᾶσθαι προσδοκῶντες εὐθύς εἰσιν ἠρμένοι, καὶ φέρονθ’ ὑψοῦ πρὸς αἴθραν» Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 30. ΙΙ. μεταφορ., ὑψοῦ ἐξᾶραί τι, ἐπαινέσαι τι μεγάλως, Ἡρόδ. 9. 79· ὑψοῦ αἴρειν θυμὸν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 914 ― Πρβλ. ὑψόσε.

French (Bailly abrégé)

adv.
en haut.
Étymologie: ὕψος.

English (Autenrieth)

aloft, on high; of moving a shipfar out’ in the roadstead, Od. 4.785.

English (Slater)

ὑψοῡ met.,
   1 on high εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν (O. 1.115) ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες (P. 10.70)

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. σε ύψος, πάνω, ψηλά («νῆα μὲν... ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῡ ἐπὶ ψαμάθοις», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. υπερβολικά («ἐξαείρας γὰρ με ὑψοῡ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ ἔργον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. τηλ-οῦ].

Greek Monotonic

ὑψοῦ: (ὕψος), επίρρ., άνωθεν, σε ύψος, σε Όμηρ.· τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ, του εδάφους υψωμένου σε μεγάλο ύψος, σε Ηρόδ.· μεταφ., ὑψοῦ ἐξᾶραί τι, το επαινώ υπερβολικά, στον ίδ.· ὑψοῦ αἴρειν θυμόν, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψοῦ: adv.
1) наверху, вверху Hom.;
2) в высоту, вверх Pind., Her., Eur.: ὑ. ἐξᾶραί τι Her. превознести что-л.; ὑ. αἴρειν θυμὸν λύπαισι Soph. принимать близко к сердцу тревоги.