άνωθεν
From LSJ
Greek Monolingual
κ. -θε (Α ἄνωθεν κ. -θε) επίρρ. άνω
από επάνω, από ψηλά
νεοελλ.
φρ. «η διαταγή εδόθη άνωθεν» — από ψηλά, από την κορυφή της ιεραρχίας ή από κάποιον με πολύ υψηλό αξίωμα
μσν.
από τον ουρανό («ἄνωθεν καταπέμψας»)
αρχ.
1. από το εσωτερικό ενός τόπου
2. από τον βορρά
3. από την αρχή, εξαρχής
(«ἄνωθεν ἄρχεσθαι ἐξετάζειν»)
4. εκ γενετής («πονηρὸς ἄνωθεν»)
5. εκ καταγωγής, ως προς την καταγωγή («Κορίνθιαι εἰμὲς ἄνωθεν»)
6. άνω («ἡ ἄνωθεν Φρυγία» — η άνω Φρυγία, «οἱ ἄνωθεν»)
7. οι ζωντανοί
8. οι προπάτορες
9. αυτοί που βρίσκονται στο κατάστρωμα του πλοίου
10. (ενν. οἱωνοὶ) τα πουλιά που πετούν
11. «τὰ ἄνωθεν» — οι πρώτες, οι γενικότατες αρχές.