μενοινώω

Revision as of 14:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

French (Bailly abrégé)

épq. c. μενοινάω.

English (Autenrieth)

subj. μενοινάᾳ, μενοινήῃσι, aor. 1 ἐμενοίνησα: have in mind, ponder (Il. 12.59), intend, devise; φρεσί, μετὰ φρεσί, ἐνὶ θῦμῷ, ὁδόν, νόστον, κακά τινι, Od. 11.532.

Russian (Dvoretsky)

μενοινώω: Hom. = μενοινάω.