épq. c. μενοινάω.
subj. μενοινάᾳ, μενοινήῃσι, aor. 1 ἐμενοίνησα: have in mind, ponder (Il. 12.59), intend, devise; φρεσί, μετὰ φρεσί, ἐνὶ θῦμῷ, ὁδόν, νόστον, κακά τινι, Od. 11.532.
μενοινώω: Hom. = μενοινάω.