βουλαφόρος

Revision as of 14:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Dor. for βουληφ-.

Greek (Liddell-Scott)

βουλᾱφόρος: Δωρ. ἀντὶ βουληφόρος.

English (Slater)

βουλᾱφόρος, -ον
   1 giving counsel, of deliberation κἀγοραὶ βουλαφόροι (O. 12.5)

Greek Monolingual

-ον (Α)
βλ. βουληφόρος.

Greek Monotonic

βουλᾱφόρος: Δωρ. αντί βουλη-φόρος.

Russian (Dvoretsky)

βουλᾱφόρος: Pind. = βουληφόρος.