βουλαφόρος

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλᾱφόρος Medium diacritics: βουλαφόρος Low diacritics: βουλαφόρος Capitals: ΒΟΥΛΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: boulaphóros Transliteration B: boulaphoros Transliteration C: voulaforos Beta Code: boulafo/ros

English (LSJ)

Dor. for βουληφόρος.

Russian (Dvoretsky)

βουλᾱφόρος: Pind. = βουληφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

βουλᾱφόρος: Δωρ. ἀντὶ βουληφόρος.

English (Slater)

βουλᾱφόρος, -ον
1 giving counsel, of deliberation κἀγοραὶ βουλαφόροι (O. 12.5)

Greek Monolingual

-ον (Α)
βλ. βουληφόρος.

Greek Monotonic

βουλᾱφόρος: Δωρ. αντί βουλη-φόρος.