βουληφόρος
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
βουληφόρον, counselling, advising, in Il. a constant epithet of princes and leaders, β. ἄνδρα 2.24, al.; title of Artemis, SIG2660.3 (Milet.): also c. gen., β. Ἀχαιῶν, Τρώων, Il.24.651, 5.180; in Od.9.112 οὔτ' ἀγοραὶ β. οὔτε θέμιστες, cf. Pi.O.12.5: in later Prose, = βουλευτής, οἱ τοῦ μιάσματος β. Agath.3.5. Adv. βουληφόρως = like a counsellor, Men.123.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. βουλαφόρος Pi.O.12.5
I 1que toma decisiones, consejero ref. a caudillos βουληφόρον ἄνδρα de Agamenón Il.2.24, cf. 24.651, c. gen. Τρώων β. de Eneas Il.5.180, Ἀθηναίων βουληφόρος de Teseo, Hes.Fr.280.26
•como epít. de Ártemis Sokolowski 47.3 (Mileto III a.C.)
•ἀγοραὶ βουληφόροι asambleas en las que se toman decisiones, Od.9.112, Pi.l.c.
2 c. gen. planeador, instigador ὁ τοῦ μιάσματος βουληφόρος Agath.3.5.8, cf. Hsch.
II adv. βουληφόρως = como un consejero βουληφόρως τὴν ἡμετέραν ... προκατέλαβες ὅρασιν Men.Fr.109.
German (Pape)
[Seite 458] Rat bringend, gebend, bei Hom. Beiw. der Fürsten u. Ersten im Volke, z. B. ἀνήρ Il. 2, 24; ἐσθλὸς Μυρμιδόνων βουληφόρος ἠδ' ἀγορητής 7, 126; Ἕκτωρ μὲν μετὰ τοῖσιν, ὅσοι βουληφόροι εἰσίν, βουλὰς βουλεύει 10, 414; Φαιήκων βουληφόροι Odyss. 13, 12. Vom Markt, der Volksversammlung, Odyss. 9, 112 τοῖσιν δ' οὔτ' ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες, vgl. Pind. Ol. 12, 5 λαιψηροὶ πὀλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι. – Adv., βουληφόρως προκατέλαβες ὅρασιν Men. bei Fulgent. Myth. 3, 1 p. 199.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui conseille, qui dirige;
2 qui décide.
Étymologie: βουλή, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουληφόρος -ον, Dor. βουλᾱφόρος βουλή, φέρω raadgevend.
Russian (Dvoretsky)
βουληφόρος: дор. Pind. βουλᾱφόρος 2
1 дающий советы, являющийся советником (ἀνὴρ β. καὶ ἀγορητής Hom.);
2 совещательный (ἀγοραί Hom., Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
βουληφόρος: -ον, ὁ γνώμην ἐκφέρων, συμβουλεύων, ἐν τῇ Ἰλ. σταθερὸν ἐπίθ. τῶν ἡγεμόνων καὶ ἀρχηγῶν, βουλ. ἄνδρα Β. 24, κτλ.· ὡσαύτως μ. γεν., βουλ. Ἀχαιῶν, Τρώων, κτλ.· ἐν Ὀδ. Ι. 112, οὔτ’ ἀγοραὶ βουλ. οὔτε θέμιστες, πρβλ. Πίνδ. Ο. 12. 6. -Ἐπίρρ. –ρως, ὥς τις βουλευτής, μὲ τρόπον βουλευτικόν, Μένανδ. Δὶς ἐξαπ. 1.
English (Autenrieth)
counsel-bearing, counselling; ἀγοραί, Od. 9.112; ἀνήρ, Il. 1.144; ἄναξ, Il. 12.414; also subst., counsellor, Il. 5.180, Il. 7.126.
Greek Monolingual
βουληφόρος και (δωρ. τ.) βουλαφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που εκφέρει γνώμη
2. βουλευτής, μέλος του συμβουλίου των γερόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλή + -φορος < φέρω.
Greek Monotonic
βουληφόρος: -ον (φέρω), αυτός που εκφέρει γνώμη, αυτός που έχει άποψη, αυτός που συμβουλεύει, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., συμβουλάτορας, στο ίδ.
Middle Liddell
φέρω
counselling, advising, Il.; c. gen. a counsellor, Il.