ἀλκαθεῖν
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκᾰθεῖν: ποιητ. ἀόρ. ἄνευ ἐνεστ. εὐχρήστου (ἴδε ἐν λ. ἀλέξω), ὑποστηρίζω, ἀναφερόμενον ἐν Α. Β. 383 ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 425) καὶ Σοφ. (Ἀποσπ. 827)· πρβλ. ἀμυναθεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἀλκαθεῖν: [inf. aor. 2] оказать помощь, помочь Aesch., Arph.