ἀγώνισις

Revision as of 15:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ἡ,

   A a contending for a prize, Th.5.50.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγώνῐσις: ἡ, (ἀγωνίζομαι) τὸ ἀγωνίζεσθαι χάριν βραβείου, Θουκ. 5. 50.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. ἀγωνισμός.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
1 competición Th.5.50.
2 intento, esfuerzo Procop.Arc.1.4.

Greek Monotonic

ἀγώνῐσις: ἡ (ἀγωνίζομαι), αγώνας για βραβείο, μάχη, διαγωνισμός για έπαθλο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγώνισις: εως ἡ Thuc. = ἀγωνισμός.