ἀγχίπτολις

Revision as of 15:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
qui se tient près de la cité, qui protège la cité.
Étymologie: ἄγχι, πτόλις.

Spanish (DGE)

v. ἀγχίπολις.

Greek Monotonic

ἀγχίπτολις: -εως, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί ἀγχίπολις, αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, αυτός που κατοικεί πολύ κοντά, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχίπτολις: εως, ион. ιος adj. = ἀγχίπολις.