ἀκατάψευστος

Revision as of 15:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A not fabulous, θηρία Hdt.4.191; not belied, διάληψις Ath.Mitt.33.380 (Pergam.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάψευστος: ὁ μὴ ψευδὴςμυθώδης, θηρία, Ἡρόδ. 4. 191· κατάψευστα, ἐγράφη κατ’ εἰκασίαν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fabuleux.
Étymologie: ἀ, καταψεύδομαι.

Spanish (DGE)

-ον
no fabuloso θηρία Hdt.4.191
no fingido διάληψις Ath.Mitt.33.1908.380.27 (Pérgamo, heleníst.).

Greek Monolingual

ἀκατάψευστος, -ον (Α) καταψεύδομαι
1. ο αληθινός, αυτός που δεν είναι μυθώδης
2. αυτός που δεν έχει διαψευστεί.

Greek Monotonic

ἀκατάψευστος: -ον (καταψεύδομαι), αυτός που δεν είναι ψευδής ή μυθώδης, που δεν αποτελεί προϊόν εικασίας, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάψευστος: невыдуманный, невымышленный (θηρία Her.).