ἀνέφικτος

Revision as of 16:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A out of reach, unattainable, Ph.1.228,al., Phld.Rh. 1.27S., Plu.2.54d, Luc.Herm.67, Jul.Or.2.82d.

German (Pape)

[Seite 227] unerreichbar, unmöglich, Luc. Hermot. 67; Plut.; Schol. Il. 11, 799.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέφικτος: -ον, ὁ μὴ ἐφικτός, Πλούτ. 2. 54D, Λουκ. Ἑρμότ. 67, πρβλ. τοῦ αὐτ. Ἀλκ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible, inabordable.
Étymologie: ἀ, ἐφικνέομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inalcanzable ἀνεφίκτου πράγματος ἐρᾷ Ph.1.228, οὐρανός LXX 3Ma.2.15, δύναμις Plu.2.54d, ἀνέφικτοι τοῖς εἰσακοντίζειν πειρωμένοις I.AI 17.260, φύσις Iul.Or.3.82d, cf. Luc.Herm.67, Pr.Im.23
subst. τό, τά: ὁ ἄφρων νοῦς ἀνεφίκτων ἐρῶν Ph.1.59, cf. Phld.Rh.2.17, Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170b.11, Aristeas 223.
2 gram. inadmisible gramaticalmente, agramatical ἄλλου δὲ ῥήματος ἐπιφερομένου ἀ. ἡ πρόσθεσις τοῦ ἄρθρου A.D.Synt.76.2, cf. 43.15, 66.11, 275.9.
II adv. -ως de modo incomprensible del Padre τὸν μὲν πατέρα ... γεγεννηκέναι ἀνεφίκτως Symb.Ant.345 en Ath.Al.Syn.26.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνέφικτος, -ον)
1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος
αρχ.
απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέφικτος: неприступный, недосягаемый (ὕψος Plut.; ἀδύνατος καὶ ἀ. ἀνθρώπῳ Luc.).