ἀναστενάζω

Revision as of 16:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A = ἀναστένω, Hdt.1.86, 6.80, Ev.Marc.8.12: c. acc. cogn., τοῖά μοι ἀ. ἐχθοδοπά such bitter words didst thou groan forth, S.Aj.930.    II c. acc. pers., groan for, lament, A.Ch.335, E. HF118 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 209] (s. στενάζω), laut wehklagen, aufseufzen, Aeseh. Ch. 332; Soph. Ai. 982; Her. 1, 86; ἀναστενάξας Xen. Symp. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

pousser des gémissements : τινά ESCHL gémir sur qqn.
Étymologie: ἀνά, στενάζω.

Spanish (DGE)

I abs. gemir, suspirar profundamente Hdt.1.86, 6.107, E.IA 1549, X.Smp.1.15, LXX 2Ma.6.30, La.1.4, PMag.4.2493, X.Eph.1.11.3, D.C.11.18, ἀνεστέναξεν ὁ πίθηκος Aesop.14, ἀναστενάξας τῷ πνεύματι αὐτοῦ suspirando en su espíritu, Eu.Marc.8.12, καθ' ἕκαστον ὧν ἐπέστελλον ἀναστενάζουσα llorando sobre cada cosa que escribía Aristaenet.2.13.28.
II c. ac.
1 intr. gemir οἷά τε χρόνου ἐγγεγονότος πολλοῦ Hdt.2.175, τοῖά μοι ... ἀνεστέναζες tales eran las quejas que gemías S.Ai.930
simpl. quejarse οἰοῖ, οἰ[οῖ] διπλοῦς ἀνεστέναζα S.Fr.210.31, πικρά LXX Si.25.18.
2 de pers. lamentarse por, llorar a δίπαις τοί σ' ἐπιτύμβιος θρῆνος ἀναστενάζει el treno fúnebre de tus dos hijos te está llorando A.Ch.335, πόσιν E.HF 117, σὲ ... γόοις E.IT 656
en v. med. mismo sent. πατέρ' ἀναστενάζεται A.Fr.273.1.

English (Strong)

from ἀνά and στενάζω; to sigh deeply: sigh deeply.

English (Thayer)

1st aorist ἀνεστεναξα; to draw sighs up frown the bottom of the breast, to sigh deeply: Aeschylus choëph. 335) Herodotus 1,86 down.)

Greek Monolingual

(AM ἀναστενάζω)
στενάζω βαθιά, βγάζω στεναγμό, στενάζω
αρχ.
1. γογγύζω, βαρυγγωμώ, εκφράζομαι με πικρά λόγια για κάποιον
2. θρηνώ για κάποιον.

Greek Monotonic

ἀναστενάζω: μέλ. -ξω,
I. = ἀναστένω, σε Ηρόδ.· τοῖά μοι ἀνεστέναζες ἐχθοδοπά, τέτοιες μισητές λέξεις προέφερες με αναστεναγμούς, σε Σοφ.
II. με αιτ. προσ., θρηνώ, αναστενάζω για, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναστενάζω: 1) громко стонать, вопить Her., Xen.,;
2) со стоном произносить (ἐχθοδοπά Soph.);
3) оплакивать (τινά Aesch., Eur.).