ἀνομέω

Revision as of 16:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A to be ἄνομος, act lawlessly, περὶ τὸ ἱρόν Hdt.1.144.    2 Pass., to be unlawfully used, POxy.1465.9 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 240] gesetzlos leben, gesetzwidrig handeln, περί τι, Her. 1, 144; ἔς τι, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομέω: εἶμαι ἄνομος, πράττω ἀνομίαν, παρανομῶ, τοὺς περὶ τὸ ἱρὸν ἀνομήσαντας Ἡρόδ. 1. 144.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vivre ou agir illégalement.
Étymologie: ἄνομος.

Spanish (DGE)

1 intr. actuar ilegalmente περὶ τὸ ἱρόν Hdt.1.144
frec. en lit. bíblica ἠνόμησε γὰρ ὁ λαός σου LXX Ex.32.7, ὁ ἀνομῶν ἀνομεῖ LXX Is.21.2.
2 tr. tratar injustamente en v. pas. μὴ ὑπεριδεῖν με ἠνομημένον UPZ 5.47 (II a.C.), cf. 6.34 (II a.C.), BGU 1903.5 (III a.C.), PMagd.33.7 (III a.C.), POxy.1465.9 (I a.C.).

Greek Monotonic

ἀνομέω: μέλ. -ήσω (ἄνομος), ενεργώ παράνομα, περί τι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομέω: поступать беззаконно (περί τι Her.).