ἀνερευνάω

Revision as of 16:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A search out, examine, investigate, λόγους Pl.Phd.63a; ἔγγραφα POxy.146818 (iii A. D.):—in Med., Pl.Lg.816c, J.AJ19.1.15:—Pass., BJ2.8.6.

German (Pape)

[Seite 226] aufspüren, aufsuchen, λόγους Plat. Phaedr. 63 a; auch med., Legg. VII, 816 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερευνάω: ἀνερευνῶ, ἐξετάζω, ἀνιχνεύω, λόγους Πλάτ. Φαίδων 63 Α· ὡσαύτως ἐν μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Νόμ. 816C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἀνηρεύνων;
découvrir à force de recherches.
Étymologie: ἀνά, ἐρευνάω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀνεραυνάω POxy.1468.18 (III d.C.)
investigar, examinar τὰ ὄντα Democr.B 5.2, λόγους Pl.Phd.63a, cf. Lg.816c, Plu.2.522f, ἔγγραφα POxy.l.c., παθῶν ῥίζαι ... ἀνερευνῶνται I.BI 2.136
indagar, buscar τοὺς σφαγέας τοῦ Καίσαρος I.AI 19.122
abs. inspeccionar, espiar κατὰ πᾶν τὸ τῶν πολεμίων στρατόπεδον LXX 4Ma.3.13.

Greek Monotonic

ἀνερευνάω: μέλ. -ήσω, εξετάζω προσεκτικά, ερευνώ, ανακρίνω, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνερευνάω: тж. med. исследовать, разбирать, испытывать (τι и τινα Plat., Plut.).